λήθη

λήθη
Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια πηγή στη σπηλιά του Τροφώνειου. Στον Ησίοδο, η Λ. θεωρείται κόρη της Έριδας και προσωποποιεί την αγνωμοσύνη. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι υπήρχε βωμός της Λ. στο Ερέχθειο.
* * *
η (AM λήθη, Α δωρ. τ. λάθα)
το να λησμονεί κάποιος ή το να λησμονείται κάτι, λησμοσύνη, λησμονιά, ξέχασμα (α. «κι όλα τους πέφτανε γοργά μέσα στης λήθης την πλατιάν αγκάλη», Ζερβ.
β. «χρόνος πάντα ἐς λήθην ἄγει», Σοφ.)
νεοελλ.
(ψυχολ.) η ανικανότητα ενθύμησης, δηλαδή ανακατασκευής μιας παράστασης ή αναγνώρισης της, και συνεπώς η περιορισμένη δυνατότητα ενεργοποίησης τής γνώσης που έχει αποκτηθεί στο παρελθόν
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Λήθη
1. πηγή ή περιοχή τού κάτω κόσμου, όπου οι νεκροί λησμονούσαν καθετί σχετικό με τον επάνω κόσμο («εἰς τὸ Λήθης πεδίον», Αριστοφ.)
2. προσωποποίηση τής λήθης, κόρη τής Έριδος και, κατά μερικούς συγγραφείς, μητέρα τών Χαρίτων
3. (αλληγορικά) αδελφή τού Θανάτου και τού Ύπνου
4. φρ. α) «ὁ τῆς Λήθης ποταμός» — ποταμός στη Λυσιτανία
β) «Λήθης ὕδωρ» — το νερό που έπιναν οι νεκροί και λησμονούσαν τον επάνω κόσμο και το οποίο προερχόταν από την ομώνυμη περιοχή ή πηγή τού κάτω κόσμου, το νερό τής λησμονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- τού λανθάνω (πρβλ. λέ-ληθ- α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῆθος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῆθος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήθῃ — Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθη — η το να ξεχνάει κανείς, η λησμονιά: Έριξε στη λήθη όλα όσα τον βασάνιζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λήθῃ — λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθηι — λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθῃ , λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήθηι — Λήθῃ , Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лета — (Λήθη = забвение): 1) дочь Эриды, мать харит. 2) Источник и река Забвения в подземном царстве. По прибытии в подземное царство умершие пили из этой реки и получали забвение всего прошедшего; наоборот, те, которые появлялись обратно на землю,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λᾶθαι — λήθη forgetting fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῆθαι — Λήθη forgetting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”